ακραδάντως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακραδάντως < ελληνιστική κοινή ἀκραδάντως < ἀκράδαντος < αρχαία ελληνική κραδαίνω
Επίρρημα
επεξεργασίαακραδάντως
- (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του ακράδαντα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακραδάντως
|