↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κραδασμικός η κραδασμική το κραδασμικό
      γενική του κραδασμικού της κραδασμικής του κραδασμικού
    αιτιατική τον κραδασμικό την κραδασμική το κραδασμικό
     κλητική κραδασμικέ κραδασμική κραδασμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κραδασμικοί οι κραδασμικές τα κραδασμικά
      γενική των κραδασμικών των κραδασμικών των κραδασμικών
    αιτιατική τους κραδασμικούς τις κραδασμικές τα κραδασμικά
     κλητική κραδασμικοί κραδασμικές κραδασμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κραδασμικός < κραδασμός + -τικός < ελληνιστική κοινή κραδασμός < αρχαία ελληνική κραδαίνω

  Επίθετο

επεξεργασία

κραδασμικός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία