κραδασμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κραδασμικός < κραδασμός + -τικός < ελληνιστική κοινή κραδασμός < αρχαία ελληνική κραδαίνω
Επίθετο επεξεργασία
κραδασμικός
- που έχει σχέση με κραδασμούς ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κραδαίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κραδασμικός
|