γυμνισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γυμνισμός < γυμνός + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική nudisme)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝi.mniˈzmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγυμνισμός αρσενικό
- (φιλοσοφική) θεώρηση και πρακτική που προκρίνει τη γυμνότητα, την επαφή με τη φύση και την απαλλαγή από τις συμβάσεις του πολιτισμού
- η τάση να περιφέρεται κάποιος γυμνός για διάφορους λόγους
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γυμνός