Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γυμνισμός οι γυμνισμοί
      γενική του γυμνισμού των γυμνισμών
    αιτιατική τον γυμνισμό τους γυμνισμούς
     κλητική γυμνισμέ γυμνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυμνισμός < γυμνός + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική nudisme)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝi.mniˈzmos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυμνισμός αρσενικό

  1. (φιλοσοφική) θεώρηση και πρακτική που προκρίνει τη γυμνότητα, την επαφή με τη φύση και την απαλλαγή από τις συμβάσεις του πολιτισμού
  2. η τάση να περιφέρεται κάποιος γυμνός για διάφορους λόγους

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία