μπινελίκια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαμπινελίκια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μπινελίκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπινελίκια ουδέτερο στον πληθυντικό
- (συνήθως στον πληθυντικό) βρισιές, επιπλήξεις, κατηγορίες
- (μεταφορικά) ποικιλία εδεσμάτων, μεζέδων ή λιχουδιών