ενεστώτας offend
γ΄ ενικό ενεστώτα offends
αόριστος offended
παθητική μετοχή offended
ενεργητική μετοχή offending

offend (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) προσβάλλω
    ⮡  I’m sorry if I offended you.
    Με συγχωρείτε αν σας πρόσβαλα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη insult
  2. παραβαίνω, παραβιάζω