offend
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | offend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | offends |
αόριστος | offended |
παθητική μετοχή | offended |
ενεργητική μετοχή | offending |
ενεστώτας | offend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | offends |
αόριστος | offended |
παθητική μετοχή | offended |
ενεργητική μετοχή | offending |