ολίγιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολίγιστος < αρχαία ελληνική ὀλίγιστος
Επίθετο
επεξεργασίαολίγιστος
- (λόγιο) υπερθετικός βαθμός του επιθέτου ολίγος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολίγιστος
|