Ετυμολογία

επεξεργασία
λιγοθυμώ < μεσαιωνική ελληνική λιγοθυμώ < (ελληνιστική κοινήλιποθυμῶ

λιγοθυμώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία