ὀλιγόυπνος

(Ανακατεύθυνση από λιγόυπνος)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀλιγόυπνος < ὀλίγος + ὕπνος

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀλιγόυπνος, ος, -ον

ὀλιγόϋπνός τε τὰ πάντα καὶ συνεχῶς ἀγρυπνίαν μεμφόμενος (Γαληνός, Θεραπευτικῆς μεθόδου Βιβλίον Α, 10.538.2)

  Αναφορές

επεξεργασία

Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1041