Δείτε επίσης: ὀλίγοι
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι ολίγοι
      γενική των ολίγων
    αιτιατική τους ολίγους
     κλητική ολίγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ολίγοι αρσενικό στον πληθυντικό με άρθρο

  1. (ιστορία), στην αρχαία Ελλάδα) οι ολιγαρχικοί
  2. οι ανήκοντες στην οικονομική ή πολιτική ελίτ.

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία