Ετυμολογία

επεξεργασία
εν πολλοίς < (καθαρεύουσα ) ἐν πολλοῖς (δοτική πληθυντικού του πολύς) → δείτε τις λέξεις εν και πολύς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση

επεξεργασία

εν πολλοίς

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία