Ετυμολογία

επεξεργασία
δι᾿ ολίγων < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δι᾿ ὀλίγων < διά + ὀλίγος

  Επίρρημα

επεξεργασία

δι᾿ ολίγων

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία