Ετυμολογία

επεξεργασία
εν εκτάσει < (καθαρεύουσα ) ἐν ἐκτάσει (δοτική ενικού του ἔκτασις) → δείτε τις λέξεις εν και έκταση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση

επεξεργασία

εν εκτάσει

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία