Ετυμολογία

επεξεργασία
rapetissement < rapetisser

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁa.p(ə)ti.smɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rapetissement rapetissements

rapetissement (fr) αρσενικό

  1. η σμίκρυνση
     συνώνυμα: diminution, réduction
  2. το στένεμα, το μάζεμα ενός ενδύματος
     συνώνυμα: rétrécissement
  3. (μεταφορικά) η μείωση της αξίας, ο υποβιβασμός

Αντώνυμα

επεξεργασία