rapetissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rapetissement < rapetisser
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʁa.p(ə)ti.smɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rapetissement | rapetissements |
rapetissement (fr) αρσενικό
- η σμίκρυνση
- το στένεμα, το μάζεμα ενός ενδύματος
- (μεταφορικά) η μείωση της αξίας, ο υποβιβασμός