copieux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | copieux | copieux |
θηλυκό | copieuse | copieuses |
Επίθετο
επεξεργασίαcopieux (fr)
- άφθονος, πλουσιοπάροχος
- (για τροφή) άφθονος, χορταστικός
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | copieux | copieux |
θηλυκό | copieuse | copieuses |
copieux (fr)