petit-fils
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
petit-fils | petits-fils |
petit-fils (fr) αρσενικό (θηλυκό petite-fille)
- ο εγγονός
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
petit-fils | petits-fils |
petit-fils (fr) αρσενικό (θηλυκό petite-fille)