Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοσοδούλης η τοσοδούλα το τοσοδούλι
τοσοδούλικο
      γενική του τοσοδούλη της τοσοδούλας του
τοσοδούλικου
    αιτιατική τον τοσοδούλη την τοσοδούλα το τοσοδούλι
τοσοδούλικο
     κλητική τοσοδούλη τοσοδούλα τοσοδούλι
τοσοδούλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοσοδούληδες οι τοσοδούλες τα τοσοδούλια
τοσοδούλικα
      γενική των τοσοδούληδων των
τοσοδούλικων
    αιτιατική τους τοσοδούληδες τις τοσοδούλες τα τοσοδούλια
τοσοδούλικα
     κλητική τοσοδούληδες τοσοδούλες τοσοδούλια
τοσοδούλικα
To ουδέτερο σε και από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό, θηλυκό και το ουδέτερο σε -ι, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «μικρούλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοσοδούλης < επίρρημα τοσοδ(ά) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης < τόσος δα / τοσοσδά [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /to.soˈðu.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: το‐σο‐δού‐λης

  Επίθετο επεξεργασία

τοσοδούλης, -α, -ι(-ικο)

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. τοσοσδά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «τοσοδούλης, -α, -ι» [χωρίς -ικο] - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)