λιλιπούτειος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιλιπούτειος < (λόγιο δάνειο) αγγλική lilliputian < Lilliput + -ειος, όνομα φανταστικής χώρας με ανθρώπους «6 ιντσών» στο μυθιστόρημα Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ (Gulliver's Travels) του Ιρλανδού Τζόναθαν Σουίφτ (Jonathan Swift)
Επίθετο επεξεργασία
λιλιπούτειος, -α, -ο
- πολύ μικρός σε διαστάσεις, μικρόσωμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιλιπούτειος