αγαθοφέρνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααγαθοφέρνω, πρτ.: αγαθόφερνα μόνο στο ενεστωτικό θέμα (ελλειπτικό ρήμα χωρίς παθητική φωνή)
- συμπεριφέρομαι ως αγαθιάρης
- λέω ή κάνω ανοησίες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαπρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | αγαθοφέρνω | αγαθόφερνα | θα αγαθοφέρνω | να αγαθοφέρνω | αγαθοφέρνοντας | |
β' ενικ. | αγαθοφέρνεις | αγαθόφερνες | θα αγαθοφέρνεις | να αγαθοφέρνεις | αγαθόφερνε | |
γ' ενικ. | αγαθοφέρνει | αγαθόφερνε | θα αγαθοφέρνει | να αγαθοφέρνει | ||
α' πληθ. | αγαθοφέρνουμε | αγαθοφέρναμε | θα αγαθοφέρνουμε | να αγαθοφέρνουμε | ||
β' πληθ. | αγαθοφέρνετε | αγαθοφέρνατε | θα αγαθοφέρνετε | να αγαθοφέρνετε | αγαθοφέρνετε | |
γ' πληθ. | αγαθοφέρνουν(ε) | αγαθόφερναν αγαθοφέρναν(ε) |
θα αγαθοφέρνουν(ε) | να αγαθοφέρνουν(ε) |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγαθοφέρνω
|