Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαθοφέρνω < αγαθο- + -φέρνω

αγαθοφέρνω, πρτ.: αγαθόφερνα μόνο στο ενεστωτικό θέμα (ελλειπτικό ρήμα χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

επεξεργασία
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. αγαθοφέρνω αγαθόφερνα θα αγαθοφέρνω να αγαθοφέρνω αγαθοφέρνοντας
β' ενικ. αγαθοφέρνεις αγαθόφερνες θα αγαθοφέρνεις να αγαθοφέρνεις αγαθόφερνε
γ' ενικ. αγαθοφέρνει αγαθόφερνε θα αγαθοφέρνει να αγαθοφέρνει
α' πληθ. αγαθοφέρνουμε αγαθοφέρναμε θα αγαθοφέρνουμε να αγαθοφέρνουμε
β' πληθ. αγαθοφέρνετε αγαθοφέρνατε θα αγαθοφέρνετε να αγαθοφέρνετε αγαθοφέρνετε
γ' πληθ. αγαθοφέρνουν(ε) αγαθόφερναν
αγαθοφέρναν(ε)
θα αγαθοφέρνουν(ε) να αγαθοφέρνουν(ε)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία