Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγλοθρεμμένος η αγγλοθρεμμένη το αγγλοθρεμμένο
      γενική του αγγλοθρεμμένου της αγγλοθρεμμένης του αγγλοθρεμμένου
    αιτιατική τον αγγλοθρεμμένο την αγγλοθρεμμένη το αγγλοθρεμμένο
     κλητική αγγλοθρεμμένε αγγλοθρεμμένη αγγλοθρεμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγλοθρεμμένοι οι αγγλοθρεμμένες τα αγγλοθρεμμένα
      γενική των αγγλοθρεμμένων των αγγλοθρεμμένων των αγγλοθρεμμένων
    αιτιατική τους αγγλοθρεμμένους τις αγγλοθρεμμένες τα αγγλοθρεμμένα
     κλητική αγγλοθρεμμένοι αγγλοθρεμμένες αγγλοθρεμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγλοθρεμμένος < Άγγλος + -ο- + θρεμμένος

  Επίθετο επεξεργασία

αγγλοθρεμμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • αγγλοθρεμμένοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • αγγλοθρεμμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)