in doubt
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
in doubt (en)
- (ιδιωματισμός) έχω απορία, είμαι αβέβαιος
- ↪ If you are in doubt about something…
- Αν έχεις απορία για κάτι…
- ↪ If you are in doubt about something…
in doubt (en)