Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
doubtless
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
doubtless
<
doubt
+
-less
Επίθετο
επεξεργασία
doubtless
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
σίγουρος
, χωρίς καμία αμφιβολία
⮡
It is
doubtless
that he will be elected.
Είναι
σίγουρο
ότι θα εκλεγεί.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
certain