Ετυμολογία

επεξεργασία
doubtless < doubt + -less

  Επίθετο

επεξεργασία

doubtless (en) (χωρίς παραθετικά)

  • σίγουρος, χωρίς καμία αμφιβολία
    ⮡  It is doubtless that he will be elected.
    Είναι σίγουρο ότι θα εκλεγεί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη certain