benefit of the doubt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαbenefit of the doubt (en)
- το ελαφρυντικό της αμφιβολίας, (απαλλαγή) λόγω αμφιβολιών, το τεκμήριο αθωότητας (και presumption of innocence το τεκμήριο)
benefit of the doubt (en)