undoubtedly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | undoubtedly |
συγκριτικός | more undoubtedly |
υπερθετικός | most undoubtedly |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
undoubtedly (en)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη definitely