without a doubt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαwithout a doubt (en)
- (ιδιωματισμός) σίγουρα, χρησιμοποιείται όταν δίνω τη γνώμη μου και τονίζω το επιχείρημα που προβάλλω
- ⮡ We will without a doubt change some things.
- Σίγουρα θα αλλάξουμε κάποια πράγματα.
- ⮡ We will without a doubt change some things.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη definitely