Δείτε επίσης: ἡρωϊκῶς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηρωικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἡρωϊκῶς < αρχαία ελληνική ἡρωϊκός . Συγχρονικά αναλύεται σε ηρωικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα επεξεργασία

ηρωικώς

  Πηγές επεξεργασία

  • «ηρωικός» (& ηρωικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)