billet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbillet (en)
- μπιλιέτο (γράμμα)
Ρήμα
επεξεργασίαbillet (en)
- στρατωνίζω (σε ιδιωτικό σπίτι)
- στρατωνίζομαι (σε επιταγμένο ιδιωτικό σπίτι)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
billet | billets |
billet (fr) αρσενικό
- το εισιτήριο
- το χαρτονόμισμα