Ουσιαστικό

επεξεργασία

billet (en)

billet (en)

  1. στρατωνίζω (σε ιδιωτικό σπίτι)
  2. στρατωνίζομαι (σε επιταγμένο ιδιωτικό σπίτι)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
billet billets

billet (fr) αρσενικό

  1. το εισιτήριο
  2. το χαρτονόμισμα