Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. εθνική, σύντομο αντί του εθνική ομάδα
  2. εθνική, σύντομο αντί του εθνική οδός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εθνική θηλυκό

  1. αθλητική ομάδα που εκπροσωπεί μία χώρα σε διεθνείς διοργανώσεις
  2. μεγάλη οδική αρτηρία που συνδέει μεταξύ τους μεγάλες πόλεις

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εθνική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία