βαφτίσια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαφτίσια < πληθυντικός αριθμός του βαφτίσι < πιθανόν μεσαιωνική ελληνική βαφτίσιν (με [pt] > [ft]) < αρχαία ελληνική: απαρέμφατο βαπτίσειν [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaˈfti.sça/
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαφτίσια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η τελετή της βάπτισης ενός παιδιού
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βαφτίσια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας