αντιπρόσκληση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιπρόσκληση | οι | αντιπροσκλήσεις |
γενική | της | αντιπρόσκλησης* | των | αντιπροσκλήσεων |
αιτιατική | την | αντιπρόσκληση | τις | αντιπροσκλήσεις |
κλητική | αντιπρόσκληση | αντιπροσκλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιπροσκλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααντιπρόσκληση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιπροσκαλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπρόσκληση
|