αντιπροσκαλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααντιπροσκαλώ
Συγγενικά
επεξεργασία- αντιπρόσκληση
- → δείτε τις λέξεις αντί, προσκαλώ και καλώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιπροσκαλώ | αντιπροσκαλούσα | θα αντιπροσκαλώ | να αντιπροσκαλώ | αντιπροσκαλώντας | |
β' ενικ. | αντιπροσκαλείς | αντιπροσκαλούσες | θα αντιπροσκαλείς | να αντιπροσκαλείς | (αντιπροσκάλει) | |
γ' ενικ. | αντιπροσκαλεί | αντιπροσκαλούσε | θα αντιπροσκαλεί | να αντιπροσκαλεί | ||
α' πληθ. | αντιπροσκαλούμε | αντιπροσκαλούσαμε | θα αντιπροσκαλούμε | να αντιπροσκαλούμε | ||
β' πληθ. | αντιπροσκαλείτε | αντιπροσκαλούσατε | θα αντιπροσκαλείτε | να αντιπροσκαλείτε | αντιπροσκαλείτε | |
γ' πληθ. | αντιπροσκαλούν(ε) | αντιπροσκαλούσαν(ε) | θα αντιπροσκαλούν(ε) | να αντιπροσκαλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιπροσκάλεσα | θα αντιπροσκαλέσω | να αντιπροσκαλέσω | αντιπροσκαλέσει | ||
β' ενικ. | αντιπροσκάλεσες | θα αντιπροσκαλέσεις | να αντιπροσκαλέσεις | αντιπροσκάλεσε | ||
γ' ενικ. | αντιπροσκάλεσε | θα αντιπροσκαλέσει | να αντιπροσκαλέσει | |||
α' πληθ. | αντιπροσκαλέσαμε | θα αντιπροσκαλέσουμε | να αντιπροσκαλέσουμε | |||
β' πληθ. | αντιπροσκαλέσατε | θα αντιπροσκαλέσετε | να αντιπροσκαλέσετε | αντιπροσκαλέστε | ||
γ' πληθ. | αντιπροσκάλεσαν αντιπροσκαλέσαν(ε) |
θα αντιπροσκαλέσουν(ε) | να αντιπροσκαλέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιπροσκαλέσει | είχα αντιπροσκαλέσει | θα έχω αντιπροσκαλέσει | να έχω αντιπροσκαλέσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιπροσκαλέσει | είχες αντιπροσκαλέσει | θα έχεις αντιπροσκαλέσει | να έχεις αντιπροσκαλέσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιπροσκαλέσει | είχε αντιπροσκαλέσει | θα έχει αντιπροσκαλέσει | να έχει αντιπροσκαλέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιπροσκαλέσει | είχαμε αντιπροσκαλέσει | θα έχουμε αντιπροσκαλέσει | να έχουμε αντιπροσκαλέσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιπροσκαλέσει | είχατε αντιπροσκαλέσει | θα έχετε αντιπροσκαλέσει | να έχετε αντιπροσκαλέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιπροσκαλέσει | είχαν αντιπροσκαλέσει | θα έχουν αντιπροσκαλέσει | να έχουν αντιπροσκαλέσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπροσκαλώ
|