παραθετικά
θετικός foreign
συγκριτικός more foreign
υπερθετικός most foreign

foreign (en)

  1. ξένος, ξενικός, αλλοδαπός, που δεν είναι από μια χώρα που είναι δική του
      My godfather knows five foreign languages.
    Ο νονός μου ξέρει πέντε ξένες γλώσσες.
      a foreign accent - ξενική προφορά
      a foreign passport - αλλοδαπό διαβατήριο
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) εξωτερικός, που ασχολείται με άλλες χώρες
      foreign policy - εξωτερική πολιτική
      The foreign minister canceled the visit to the neighboring country.
    Ακύρωσε την επίσκεψη στη γειτονική χώρα ο υπουργός εξωτερικών.

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία