foreign
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | foreign |
συγκριτικός | more foreign |
υπερθετικός | most foreign |
Επίθετο
επεξεργασία
foreign (en)
- ξένος, ξενικός, αλλοδαπός, που δεν είναι από μια χώρα που είναι δική του
- ⮡ My godfather knows five foreign languages.
- Ο νονός μου ξέρει πέντε ξένες γλώσσες.
- ⮡ a foreign accent - ξενική προφορά
- ⮡ a foreign passport - αλλοδαπό διαβατήριο
- ⮡ My godfather knows five foreign languages.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) εξωτερικός, που ασχολείται με άλλες χώρες
- ⮡ foreign policy - εξωτερική πολιτική
- ⮡ The foreign minister canceled the visit to the neighboring country.
- Ακύρωσε την επίσκεψη στη γειτονική χώρα ο υπουργός εξωτερικών.