παραθετικά
θετικός foreign
συγκριτικός more foreign
υπερθετικός most foreign

  Επίθετο

επεξεργασία

foreign (en)

  • ξένος, ξενικός
    My godfather knows five foreign languages.
    Ο νονός μου ξέρει πέντε ξένες γλώσσες.

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία