Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
foreigner
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
foreigner
foreigners
Ετυμολογία
επεξεργασία
foreigner
<
foreign
+
-er
Ουσιαστικό
επεξεργασία
foreigner
(en)
ο
ξένος
/η
ξένη
, ο
αλλοδαπός
/η
αλλοδαπή
⮡
I didn’t know he is a
foreigner
, he speaks fluent Greek.
Δεν κατάλαβα ότι είναι
ξένος
, μιλάει άπταιστα ελληνικά.
Πηγές
επεξεργασία
foreigner
-
Oxford Learner's Dictionaries