foreigner
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
foreigner | foreigners |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαforeigner (en)
- οξένος/η ξένη, ο αλλοδαπός/η αλλοδαπή
- ⮡ I didn’t know he is a foreigner, he speaks fluent Greek.
- Δεν κατάλαβα ότι είναι ξένος, μιλάει άπταιστα ελληνικά.
- ⮡ I didn’t know he is a foreigner, he speaks fluent Greek.