Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλλοδαπή οι αλλοδαπές
      γενική της αλλοδαπής των αλλοδαπών
    αιτιατική την αλλοδαπή τις αλλοδαπές
     κλητική αλλοδαπή αλλοδαπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλλοδαπή < θηλυκό του αλλοδαπός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλλοδαπή θηλυκό (αρσενικό: αλλοδαπός)

  1. η υπήκοος μιας ξένης χώρας
  2. (χωρίς πληθυντικό) το εξωτερικό, οι ξένες χώρες
    σπουδάζει στην αλλοδαπή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αλλοδαπή

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία