totally
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαtotally (en) (χωρίς παραθετικά)
- απόλυτα, εντελώς, σίγουρα, ολοκληρωτικά
- ⮡ I totally agree that…
- Συμφωνώ απόλυτα ότι…
- ⮡ I am totally right.
- Έχω απόλυτα δίκιο.
- ⮡ I’m not totally understanding your idea.
- Δεν αντιλαμβάνομαι εντελώς την ιδέα σας.
- ⮡ -”Are you coming?” -“Totally!” (ανεπίσημο)
- -«Θα έρθεις;» -«Σίγουρα!»
- ⮡ It was totally destroyed.
- Καταστράφηκε ολοκληρωτικά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ⮡ I totally agree that…