θρασύτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
θρᾱσύτητ- | |||||
ονομαστική | ἡ | θρασύτης | αἱ | θρασύτητες | |
γενική | τῆς | θρασύτητος | τῶν | θρασυτήτων | |
δοτική | τῇ | θρασύτητῐ | ταῖς | θρασύτησῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | θρασύτητᾰ | τὰς | θρασύτητᾰς | |
κλητική ὦ! | θρασύτης | θρασύτητες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θρασύτητε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | θρασυτήτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θρασύτης < θρασύ(ς) + -της
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: θρασύτητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρασύτης θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- θρασύτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θρασύτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.