τρυγώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρυγώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρυγάω-ῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾiˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρυ‐γώ
Ρήμα
επεξεργασίατρυγώ
- συλλέγω τα σταφύλια που έχουν ωριμάσει από τα αμπέλια
- συλλέγω τις κηρήθρες που έχουν μέλι από την κυψέλη
- (μεταφορικά) συγκεντρώνω χρήσιμα πράγματα από κάποιον ή κάτι, πραγματοποιώντας υπερβολική εκμετάλλευση
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τρυγάω - τρυγώ | τρυγούσα | θα τρυγάω - τρυγώ | να τρυγάω - τρυγώ | τρυγώντας | |
β' ενικ. | τρυγάς | τρυγούσες | θα τρυγάς | να τρυγάς | τρύγα - τρύγαγε | |
γ' ενικ. | τρυγάει - τρυγά | τρυγούσε | θα τρυγάει - τρυγά | να τρυγάει - τρυγά | ||
α' πληθ. | τρυγάμε - τρυγούμε | τρυγούσαμε | θα τρυγάμε - τρυγούμε | να τρυγάμε - τρυγούμε | ||
β' πληθ. | τρυγάτε | τρυγούσατε | θα τρυγάτε | να τρυγάτε | τρυγάτε | |
γ' πληθ. | τρυγάν(ε) - τρυγούν(ε) | τρυγούσαν(ε) | θα τρυγάν(ε) - τρυγούν(ε) | να τρυγάν(ε) - τρυγούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τρύγησα | θα τρυγήσω | να τρυγήσω | τρυγήσει | ||
β' ενικ. | τρύγησες | θα τρυγήσεις | να τρυγήσεις | τρύγα - τρύγησε | ||
γ' ενικ. | τρύγησε | θα τρυγήσει | να τρυγήσει | |||
α' πληθ. | τρυγήσαμε | θα τρυγήσουμε | να τρυγήσουμε | |||
β' πληθ. | τρυγήσατε | θα τρυγήσετε | να τρυγήσετε | τρυγήστε | ||
γ' πληθ. | τρύγησαν τρυγήσαν(ε) |
θα τρυγήσουν(ε) | να τρυγήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τρυγήσει | είχα τρυγήσει | θα έχω τρυγήσει | να έχω τρυγήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τρυγήσει | είχες τρυγήσει | θα έχεις τρυγήσει | να έχεις τρυγήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τρυγήσει | είχε τρυγήσει | θα έχει τρυγήσει | να έχει τρυγήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τρυγήσει | είχαμε τρυγήσει | θα έχουμε τρυγήσει | να έχουμε τρυγήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τρυγήσει | είχατε τρυγήσει | θα έχετε τρυγήσει | να έχετε τρυγήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τρυγήσει | είχαν τρυγήσει | θα έχουν τρυγήσει | να έχουν τρυγήσει |
|