Ετυμολογία

επεξεργασία
τρυγώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρυγάω-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾiˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρυ‐γώ

τρυγώ

  1. συλλέγω τα σταφύλια που έχουν ωριμάσει από τα αμπέλια
  2. συλλέγω τις κηρήθρες που έχουν μέλι από την κυψέλη
  3. (μεταφορικά) συγκεντρώνω χρήσιμα πράγματα από κάποιον ή κάτι, πραγματοποιώντας υπερβολική εκμετάλλευση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία