ενικός         πληθυντικός  
departure departures

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

departure (en)

  • η αναχώρηση
    There has been a notable delay in the departure of the train.
    Σημειώθηκε κάποια επιβράδυνση στην αναχώρηση του τρένου.