αποθαλάσσωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποθαλάσσωση | οι | αποθαλασσώσεις |
γενική | της | αποθαλάσσωσης | των | αποθαλασσώσεων |
αιτιατική | την | αποθαλάσσωση | τις | αποθαλασσώσεις |
κλητική | αποθαλάσσωση | αποθαλασσώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αποθαλάσσωση < αποθαλασσών(ω) + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποθαλάσσωση θηλυκό
- (αεροπορικός όρος) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποθαλασσώνω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη θάλασσα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποθαλάσσωση
|