↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσθαλάσσωση οι προσθαλασσώσεις
      γενική της προσθαλάσσωσης των προσθαλασσώσεων
    αιτιατική την προσθαλάσσωση τις προσθαλασσώσεις
     κλητική προσθαλάσσωση προσθαλασσώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσθαλάσσωση < προσθαλασσώ(νω) + -ση κατά το προσγείωση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική amerrissage[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσθαλάσσωση θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη θάλασσα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία