Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποθαλασσώνω < απο- + θαλασσώνω

  Ρήμα επεξεργασία

αποθαλασσώνω (παθητική φωνή: αποθαλασσώνομαι)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία