Ετυμολογία

επεξεργασία

προσθαλασσώνω, αόρ.: προσθαλάσσωσα, παθ.φωνή: προσθαλασσώνομαι, π.αόρ.: προσθαλασσώθηκα, μτχ.π.π.: προσθαλασσωμένος

  • καθοδηγώ πτητική μηχανή, όπως υδροπλάνο, στην επιφάνεια της θάλασσας

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη θάλασσα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία