προσθαλασσώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προσθαλασσώνω < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική amerrir (προσ- + θάλασσα + -ώνω)
Ρήμα
επεξεργασία
προσθαλασσώνω, αόρ.: προσθαλάσσωσα, παθ.φωνή: προσθαλασσώνομαι, π.αόρ.: προσθαλασσώθηκα, μτχ.π.π.: προσθαλασσωμένος
- καθοδηγώ πτητική μηχανή, όπως υδροπλάνο, στην επιφάνεια της θάλασσας
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη θάλασσα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσθαλασσώνω | προσθαλάσσωνα | θα προσθαλασσώνω | να προσθαλασσώνω | προσθαλασσώνοντας | |
β' ενικ. | προσθαλασσώνεις | προσθαλάσσωνες | θα προσθαλασσώνεις | να προσθαλασσώνεις | προσθαλάσσωνε | |
γ' ενικ. | προσθαλασσώνει | προσθαλάσσωνε | θα προσθαλασσώνει | να προσθαλασσώνει | ||
α' πληθ. | προσθαλασσώνουμε | προσθαλασσώναμε | θα προσθαλασσώνουμε | να προσθαλασσώνουμε | ||
β' πληθ. | προσθαλασσώνετε | προσθαλασσώνατε | θα προσθαλασσώνετε | να προσθαλασσώνετε | προσθαλασσώνετε | |
γ' πληθ. | προσθαλασσώνουν(ε) | προσθαλάσσωναν προσθαλασσώναν(ε) |
θα προσθαλασσώνουν(ε) | να προσθαλασσώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσθαλάσσωσα | θα προσθαλασσώσω | να προσθαλασσώσω | προσθαλασσώσει | ||
β' ενικ. | προσθαλάσσωσες | θα προσθαλασσώσεις | να προσθαλασσώσεις | προσθαλάσσωσε | ||
γ' ενικ. | προσθαλάσσωσε | θα προσθαλασσώσει | να προσθαλασσώσει | |||
α' πληθ. | προσθαλασσώσαμε | θα προσθαλασσώσουμε | να προσθαλασσώσουμε | |||
β' πληθ. | προσθαλασσώσατε | θα προσθαλασσώσετε | να προσθαλασσώσετε | προσθαλασσώστε | ||
γ' πληθ. | προσθαλάσσωσαν προσθαλασσώσαν(ε) |
θα προσθαλασσώσουν(ε) | να προσθαλασσώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσθαλασσώσει | είχα προσθαλασσώσει | θα έχω προσθαλασσώσει | να έχω προσθαλασσώσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσθαλασσώσει | είχες προσθαλασσώσει | θα έχεις προσθαλασσώσει | να έχεις προσθαλασσώσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσθαλασσώσει | είχε προσθαλασσώσει | θα έχει προσθαλασσώσει | να έχει προσθαλασσώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσθαλασσώσει | είχαμε προσθαλασσώσει | θα έχουμε προσθαλασσώσει | να έχουμε προσθαλασσώσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσθαλασσώσει | είχατε προσθαλασσώσει | θα έχετε προσθαλασσώσει | να έχετε προσθαλασσώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσθαλασσώσει | είχαν προσθαλασσώσει | θα έχουν προσθαλασσώσει | να έχουν προσθαλασσώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσθαλασσώνομαι | προσθαλασσωνόμουν(α) | θα προσθαλασσώνομαι | να προσθαλασσώνομαι | ||
β' ενικ. | προσθαλασσώνεσαι | προσθαλασσωνόσουν(α) | θα προσθαλασσώνεσαι | να προσθαλασσώνεσαι | ||
γ' ενικ. | προσθαλασσώνεται | προσθαλασσωνόταν(ε) | θα προσθαλασσώνεται | να προσθαλασσώνεται | ||
α' πληθ. | προσθαλασσωνόμαστε | προσθαλασσωνόμαστε προσθαλασσωνόμασταν |
θα προσθαλασσωνόμαστε | να προσθαλασσωνόμαστε | ||
β' πληθ. | προσθαλασσώνεστε | προσθαλασσωνόσαστε προσθαλασσωνόσασταν |
θα προσθαλασσώνεστε | να προσθαλασσώνεστε | (προσθαλασσώνεστε) | |
γ' πληθ. | προσθαλασσώνονται | προσθαλασσώνονταν προσθαλασσωνόντουσαν |
θα προσθαλασσώνονται | να προσθαλασσώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσθαλασσώθηκα | θα προσθαλασσωθώ | να προσθαλασσωθώ | προσθαλασσωθεί | ||
β' ενικ. | προσθαλασσώθηκες | θα προσθαλασσωθείς | να προσθαλασσωθείς | προσθαλασσώσου | ||
γ' ενικ. | προσθαλασσώθηκε | θα προσθαλασσωθεί | να προσθαλασσωθεί | |||
α' πληθ. | προσθαλασσωθήκαμε | θα προσθαλασσωθούμε | να προσθαλασσωθούμε | |||
β' πληθ. | προσθαλασσωθήκατε | θα προσθαλασσωθείτε | να προσθαλασσωθείτε | προσθαλασσωθείτε | ||
γ' πληθ. | προσθαλασσώθηκαν προσθαλασσωθήκαν(ε) |
θα προσθαλασσωθούν(ε) | να προσθαλασσωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προσθαλασσωθεί | είχα προσθαλασσωθεί | θα έχω προσθαλασσωθεί | να έχω προσθαλασσωθεί | προσθαλασσωμένος | |
β' ενικ. | έχεις προσθαλασσωθεί | είχες προσθαλασσωθεί | θα έχεις προσθαλασσωθεί | να έχεις προσθαλασσωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προσθαλασσωθεί | είχε προσθαλασσωθεί | θα έχει προσθαλασσωθεί | να έχει προσθαλασσωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προσθαλασσωθεί | είχαμε προσθαλασσωθεί | θα έχουμε προσθαλασσωθεί | να έχουμε προσθαλασσωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προσθαλασσωθεί | είχατε προσθαλασσωθεί | θα έχετε προσθαλασσωθεί | να έχετε προσθαλασσωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προσθαλασσωθεί | είχαν προσθαλασσωθεί | θα έχουν προσθαλασσωθεί | να έχουν προσθαλασσωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι προσθαλασσωμένος - είμαστε, είστε, είναι προσθαλασσωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν προσθαλασσωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν προσθαλασσωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι προσθαλασσωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι προσθαλασσωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι προσθαλασσωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι προσθαλασσωμένοι |