προσγείωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσγείωση | οι | προσγειώσεις |
γενική | της | προσγείωσης* | των | προσγειώσεων |
αιτιατική | την | προσγείωση | τις | προσγειώσεις |
κλητική | προσγείωση | προσγειώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσγειώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσγείωση < προσγειώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική atterrissage)
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσγείωση θηλυκό
- (αεροπορικός όρος) η προσεδάφιση στη γη εναέριου μέσου
- (μεταφορικά) η επιστροφή στην πραγματικότητα για κάποιον που αιθεροβατεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αποπροσγείωση
- → δείτε τις λέξεις προσγειώνω και γη
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσγείωση