↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσγείωση οι προσγειώσεις
      γενική της προσγείωσης* των προσγειώσεων
    αιτιατική την προσγείωση τις προσγειώσεις
     κλητική προσγείωση προσγειώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσγειώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσγείωση < προσγειώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική atterrissage)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσγείωση θηλυκό

  1. (αεροπορικός όρος) η προσεδάφιση στη γη εναέριου μέσου
  2. (μεταφορικά) η επιστροφή στην πραγματικότητα για κάποιον που αιθεροβατεί

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία