↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσσελήνωση οι προσσεληνώσεις
      γενική της προσσελήνωσης* των προσσεληνώσεων
    αιτιατική την προσσελήνωση τις προσσεληνώσεις
     κλητική προσσελήνωση προσσεληνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσσεληνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσσελήνωση < (προσσεληνώνω) προσσεληνω- + -ση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική moon landing

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσσελήνωση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία