landing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
landing | landings |
landing (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προσγείωση
- ↪ a runway for landing - διάδρομος προσγειώσεως
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαlanding (en)