Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσγειάλωση οι προσγειαλώσεις
      γενική της προσγειάλωσης* των προσγειαλώσεων
    αιτιατική την προσγειάλωση τις προσγειαλώσεις
     κλητική προσγειάλωση προσγειαλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσγειαλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσγειάλωση < προσγειαλώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσγειάλωση θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος): προσέγγιση ακτής από τη θάλασσα, για οποιοδήποτε σκοπό π.χ. όρμιση, αγκυροβολία, ελλιμενισμός, διάπλους πορθμού, διώρυγας κ.λπ.
  2. (ναυτικός όρος): ειδικότερα, η προσέγγιση και προσεδάφιση σε αμμώδη ακτή αποβατικών πλοίων π.χ. αρματαγωγών, οπλιταγωγών, οχηματαγωγών, πορθμείων κ.λπ.
    η προσγειάλωση απαιτεί πολύ καλή γνώση ακτοπλοΐας και χρήση κάθε παρεχόμενου ναυτιλιακού βοηθήματος, (ναυτικός χάρτης, πλοηγός, ραντάρ, διοπτεύσεις κ.λπ.)

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία