• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

προσάραξη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσάραξη οι προσαράξεις
      γενική της προσάραξης* των προσαράξεων
    αιτιατική την προσάραξη τις προσαράξεις
     κλητική προσάραξη προσαράξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσαράξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
προσάραξη < προσαράζω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσάραξη θηλυκό

  • πρόσκρουση πλοίου σε ξέρα ή στον βυθό

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    προσάραξη
  • γαλλικά : échouage (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=προσάραξη&oldid=6955150"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Οκτωβρίου 2024, στις 20:19

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Οκτωβρίου 2024, στις 20:19.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας