↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσάραξη οι προσαράξεις
      γενική της προσάραξης* των προσαράξεων
    αιτιατική την προσάραξη τις προσαράξεις
     κλητική προσάραξη προσαράξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσαράξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσάραξη < προσαράζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσάραξη θηλυκό

  • πρόσκρουση πλοίου σε ξέρα ή στον βυθό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία