προσάραξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσάραξη | οι | προσαράξεις |
γενική | της | προσάραξης* | των | προσαράξεων |
αιτιατική | την | προσάραξη | τις | προσαράξεις |
κλητική | προσάραξη | προσαράξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσαράξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσάραξη < προσαράζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσάραξη θηλυκό
- πρόσκρουση πλοίου σε ξέρα ή στον βυθό