échouage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- échouage < échouer
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
échouage | échouages |
échouage (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) η επίτηδες προσάραξη ενός πλωτού μέσυ
- le chenal est signalisé pour éviter l'échouage des bateaux
- το πλωτό μέρος (π.χ. του ποταμού) έχει σηματοδοτηθεί ώστε να αποφευχθεί η προσάραξη των πλοίων
- le chenal est signalisé pour éviter l'échouage des bateaux