Ετυμολογία

επεξεργασία
échouage < échouer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
échouage échouages

échouage (fr) αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) η επίτηδες προσάραξη ενός πλωτού μέσυ
    le chenal est signalisé pour éviter l'échouage des bateaux
    το πλωτό μέρος (π.χ. του ποταμού) έχει σηματοδοτηθεί ώστε να αποφευχθεί η προσάραξη των πλοίων

Δείτε επίσης

επεξεργασία