Δείτε επίσης: ὅρμισις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όρμιση οι ορμίσεις
      γενική της όρμισης* των ορμίσεων
    αιτιατική την όρμιση τις ορμίσεις
     κλητική όρμιση ορμίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορμίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
όρμιση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὅρμισις < αρχαία ελληνική ὁρμίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈoɾ.mi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όρ‐μι‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

όρμιση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ορμίζω και όρμος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία