ελλιμενισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελλιμενισμός < ελληνιστική κοινή ἐλλιμενισμός < αρχαία ελληνική ἐλλιμενίζω < λιμήν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελλιμενισμός αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ελλιμενίζω και λιμάνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελλιμενισμός
|