Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απονέρωση οι απονερώσεις
      γενική της απονέρωσης των απονερώσεων
    αιτιατική την απονέρωση τις απονερώσεις
     κλητική απονέρωση απονερώσεις
Δεν συνηθίζεται η γενική ενικού με κατάληξη -εως σε λέξεις της δημοτικής.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απονέρωση (νεολογισμός) < απονερώ(νω) + -ση < απο- + νερ(ό) + -ωση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική dewatering

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απονέρωση θηλυκό

  • (χημεία) νεολογική μορφή του αφυδάτωση, η χημική διαδικασία της αφυδάτωσης ενός μείγματος
    ※  Επεξεργασία ιλύος- τυπικές διαδικασίες Πάχυνση (thickening) για αύξηση της συγκέντρωσης των στερεών- ελάττωση του όγκου Σταθεροποίηση (stabilization) για αποδόμηση του οργανικού φορτίου Προετοιμασία για απονέρωση (conditioning) για εύκολη απονέρωση Απονέρωση (dewatering) Διάθεση (Disposal) σε χωματερή ή ως εδαφοβελτιωτικό (Νίκος Σακκάς, Επεξεργασία αστικών υγρών αποβλήτων, ΤΕΙ Κρήτης @docplayer.gr)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία